συναγυρτός

συναγυρτός
-όν, Α
αυτός που προέρχεται από συνάθροιση («συναγυρτὸν ὕδωρ» — το νερό που συλλέγεται από ρυάκια, οχετούς και με άλλους τρόπους, Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + συνεσταλμ. βαθμίδα αγυρ- τού ἀγείρω* + κατάλ. -τός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συναγυρτόν — συναγυρτός collected masc/fem acc sg συναγυρτός collected neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”